οκρίς — ὀκρίς, ίδος, ό, ἡ (Α) [όκρις] αυτός που έχει πολλές προεξοχές, που έχει τραχεία επιφάνεια … Dictionary of Greek
ὀκρίς — ὄκρις jagged point nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄκρις — ὄκρῑς , ὄκρις jagged point fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ὄκρις jagged point fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκρίδα — ὄκρις jagged point neut nom/voc/acc pl ὄκρις jagged point masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκρίδας — ὄκρις jagged point masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
острый — остр, остра, остро, диал. вωстрой, востёр, укр. острий, гострий, блр. востры, др. русск., ст. слав. остръ ὀξύς (Супр., Остром.), болг. остър, чак. о̏шта̑р, оштра̏, о̏штро, словен. ostǝr, ostra, ostro, чеш., слвц. ostry, польск. ostry, в. луж.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Аблаут в праиндоевропейском языке — Аблаут в праиндоевропейском языке система регулярных чередований гласных, существовавшая в самом праязыке и перешедшая в его потомки. Термин аблаут (от нем. Ablaut, тж. нем. Abstufung der Laute «чередование звуков»[1]; также… … Википедия
οκρίβαντας — ο (ΑΜ ὀκρίβας) τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτο μσν. μτφ. υπερυψωμένος τόπος αρχ. 1. τρισκελές βάθρο στο αρχαίο ξύλινο θέατρο και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν κατά τη διάρκεια τού… … Dictionary of Greek
οκριάζω — ὀκριάζω (Α) [όκρις] είμαι τραχύς ή οργισμένος … Dictionary of Greek
οκριοειδής — ὀκριοειδής, ές (Α) αυτός που έχει ανώμαλη, τραχεία επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκρις «τραχεία επιφάνεια» + συνδετικό φωνήεν ο + ειδής*] … Dictionary of Greek